- μωρόσυκον
- μωρό-σῡκον, τό,A = συκόμωρον, Cels.3.18.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μωρόσυκον — μωρόσυκον, τὸ (Α) συκόμορον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συκόμορον, με αντιστροφή τών συνθετικών. Το ω τού τ. οφείλεται πιθ. σε παρετυμολογική επίδραση τής λ. μωρός] … Dictionary of Greek